1 ronchar
Portuguese-russian dictionary > ronchar
2 μωλωπιζω
(συμπεφυρμένος καὴ μεμωλωπισμένος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > μωλωπιζω
3 περιθλαω
(περιθλᾶσθαι ὑπό τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > περιθλαω